Greek Meaning of wrecked

βυθισμένο

Other Greek words related to βυθισμένο

Definitions and Meaning of wrecked in English

Wordnet

wrecked (s)

destroyed in an accident

Webster

wrecked (imp. & p. p.)

of Wreck

FAQs About the word wrecked

βυθισμένο

destroyed in an accidentof Wreck

κατεστραμμένος,κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,κατεστραμμένος, ερειπωμένος,κατεστραμμένος,ανατιναγμένη,κατέρρευσε,ραγισμένο,παραμορφωμένος,διαλυμένη

σταθερός,γιατρεύτηκε,ανακατασκευασμένος,επισκευάστηκε,άφθαρτος,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ξαναχτίστηκε,άθραυστος

wreckage => συντρίμμια, wreck => ναυάγιο, wreche => δυστύχημα, wrecche => δυστυχισμένος, wreathy => στεφάνι,