Greek Meaning of disintegrated

διαλυμένη

Other Greek words related to διαλυμένη

Definitions and Meaning of disintegrated in English

Webster

disintegrated (imp. & p. p.)

of Disintegrate

FAQs About the word disintegrated

διαλυμένη

of Disintegrate

Μολυσμένος,διαβρωμένο,θρυμματισμένος,εκφυλισμένος,επιδεινωμένο,αποσυντιθέμενος,μολυσμένος,μολυσμένος,πήξε,φθαρμένο

φρέσκος,καλός,συντηρημένο,γλυκό,αδιάσπαστος,αλώβητος (-η, -ο),αμόλυντος,αμόλυντος,ανέγγιχτος,αμόλυντος

disintegrate => αποσυντίθεμαι, disintegrable => διαλυτός, disinsure => | ακυρώνω ασφάλιση |, disinhume => Εκταφή, disinheriting => αποκλήρωση,