Greek Meaning of off
απενεργοποιημένος
Other Greek words related to απενεργοποιημένος
- αποδεκτός
- επαρκής
- Εντάξει
- πανό
- καλύτερος
- κλασικός
- κλασικός
- αξιοπρεπής
- άριστος
- καλό
- μεγάλος, καταπληκτικός
- εντάξει
- εντάξει
- ικανοποιητικός
- τέλειο
- πρώτος αριθμός
- σεβαστός
- ικανοποιητικός
- ιδιαίτερος
- πρότυπο
- ικανός
- ανώτερος
- ανεκτός
- κορυφαίο
- μέσος
- οριακός
- Αφεντικό
- Κεφάλαιο
- επιλογή
- νταντής
- θείος
- Εξαιρετικός.
- καταπληκτικός
- δίκαιο
- φανταχτερός
- πρώτη θέση
- Μεγάλος
- ουράνιος
- υψηλής ποιότητας
- απότομος
- θαυμαστός
- θαυμάσιος
- μέση τιμή
- μέτριος
- μέτριος
- ελάχιστος
- καθαρός
- έξυπνος
- ευγενής
- κατ' εξοχήν
- premium
- εντυπωσιακός
- ολισθηρός
- υπέροχος
- αστρικός
- Λίρα στερλίνα (GBP)
- κατάλληλος
- θαυμάσιος
- υπερθετικός
- οίδημα
- φοβερός
- απαράμιλλος
- χρήσιμος
- υπέροχος
- άξιος
- A1
- καταπληκτικό
- εξαιρετικός
- πρώτης τάξεως
- ικανοποιητικός
- τέλειος
- ικανοποιητικό
- μέτριος
- ουράνιος
- εξαιρετικός
- κορυφαίος
- μέτριος
- υψηλού οκτανίου
- Τζιμ-νταντι
Nearest Words of off
- off and on => που και που
- off guard => απροετοίμαστος
- off her guard => απροετοίμαστη
- off his guard => απροετοίμαστος
- off one's guard => απροετοίμαστος
- off the beaten path => ανεξερεύνητο μέρος
- off the beaten track => Έξω από τα συνηθισμένα μονοπάτια
- off the cuff => αυτοσχέδιο
- off the hook => από το άγκιστρο
- off the record => Εκτός πλαισίου
Definitions and Meaning of off in English
off (v)
kill intentionally and with premeditation
off (a)
not in operation or operational
(of events) no longer planned or scheduled
off (s)
below a satisfactory level
in an unpalatable state
not performing or scheduled for duties
off (r)
from a particular thing or place or position (`forth' is obsolete)
at a distance in space or time
no longer on or in contact or attached
off (adv.)
In a general sense, denoting from or away from; as:
Denoting distance or separation; as, the house is a mile off.
Denoting the action of removing or separating; separation; as, to take off the hat or cloak; to cut off, to pare off, to clip off, to peel off, to tear off, to march off, to fly off, and the like.
Denoting a leaving, abandonment, departure, abatement, interruption, or remission; as, the fever goes off; the pain goes off; the game is off; all bets are off.
Denoting a different direction; not on or towards: away; as, to look off.
Denoting opposition or negation.
off (interj.)
Away; begone; -- a command to depart.
off (prep.)
Not on; away from; as, to be off one's legs or off the bed; two miles off the shore.
off (a.)
On the farther side; most distant; on the side of an animal or a team farthest from the driver when he is on foot; in the United States, the right side; as, the off horse or ox in a team, in distinction from the nigh or near horse or ox; the off leg.
Designating a time when one is not strictly attentive to business or affairs, or is absent from his post, and, hence, a time when affairs are not urgent; as, he took an off day for fishing: an off year in politics.
off (n.)
The side of the field that is on the right of the wicket keeper.
FAQs About the word off
απενεργοποιημένος
kill intentionally and with premeditation, not in operation or operational, below a satisfactory level, (of events) no longer planned or scheduled, in an unpala
μακριά,κάτω,έξω,Ξεχωριστά,παγωνιά,δίπλα,αλλού,επομένως
αποδεκτός,επαρκής,Εντάξει,πανό,καλύτερος,κλασικός,κλασικός,αξιοπρεπής,άριστος,καλό
of unsound mind => Ψυχικά άρρωστος, of the essence => Ουσιαστικός, of sound mind => Διανοητικά υγιής, of necessity => κατεπειγόντως, of late => πρόσφατα,