Greek Meaning of of necessity

κατεπειγόντως

Other Greek words related to κατεπειγόντως

Definitions and Meaning of of necessity in English

Wordnet

of necessity (r)

in such a manner as could not be otherwise

FAQs About the word of necessity

κατεπειγόντως

in such a manner as could not be otherwise

πρέπει,απαίτηση,συνθήκη,ζήτηση,ουσιαστικός,Must-have,απαραίτητος,ανάγκη,απαραίτητος,προϋπόθεση

Άνεση,επιπλέον,Σπατάλη,επιείκεια,πολυτέλεια,μη ουσιώδης,περιττότητα,περιττότητα,πλεόνασμα,πλεόνασμα

of late => πρόσφατα, of import => Σημαντικός, of course => φυσικά, of all time => όλων των εποχών, of age => ενηλικioμένος,