Greek Meaning of of necessity
κατεπειγόντως
Other Greek words related to κατεπειγόντως
Nearest Words of of necessity
- of sound mind => Διανοητικά υγιής
- of the essence => Ουσιαστικός
- of unsound mind => Ψυχικά άρρωστος
- off => απενεργοποιημένος
- off and on => που και που
- off guard => απροετοίμαστος
- off her guard => απροετοίμαστη
- off his guard => απροετοίμαστος
- off one's guard => απροετοίμαστος
- off the beaten path => ανεξερεύνητο μέρος
Definitions and Meaning of of necessity in English
of necessity (r)
in such a manner as could not be otherwise
FAQs About the word of necessity
κατεπειγόντως
in such a manner as could not be otherwise
πρέπει,απαίτηση,συνθήκη,ζήτηση,ουσιαστικός,Must-have,απαραίτητος,ανάγκη,απαραίτητος,προϋπόθεση
Άνεση,επιπλέον,Σπατάλη,επιείκεια,πολυτέλεια,μη ουσιώδης,περιττότητα,περιττότητα,πλεόνασμα,πλεόνασμα
of late => πρόσφατα, of import => Σημαντικός, of course => φυσικά, of all time => όλων των εποχών, of age => ενηλικioμένος,