Greek Meaning of surplusage

πλεόνασμα

Other Greek words related to πλεόνασμα

Definitions and Meaning of surplusage in English

Wordnet

surplusage (n)

a quantity much larger than is needed

FAQs About the word surplusage

πλεόνασμα

a quantity much larger than is needed

περίσσεια,πλεόνασμα,αφθονία,υπεραφθονία,υπερχείλιση,περίσσεια,υπερπροσφορά,Επάρκεια,Αφθονία,περιττότητα

έλλειψη,έλλειμμα,ανεπάρκεια,έλλειψη,Έλλειψη,ανεπάρκεια προσφοράς,Έλλειψη,θέλω

surplus => πλεόνασμα, surpliced => στολισμένος με ιερατικό φόρεμα, surplice => επιτραχήλιο, surpassingly => Υπερβολικά, surpassing => ξεπερνώντας,