Greek Meaning of surprisingly
εκπληκτικά
Other Greek words related to εκπληκτικά
Nearest Words of surprisingly
Definitions and Meaning of surprisingly in English
surprisingly (r)
in a surprising manner
in an amazing manner; to everyone's surprise
FAQs About the word surprisingly
εκπληκτικά
in a surprising manner, in an amazing manner; to everyone's surprise
καταπληκτικά,εκπληκτικά,Καταπληκτικά,εκπληκτικά,απροσδόκητα,ασυνήθιστα,σοκαριστικά,ξαφνικά,απροόπτως,σπάνια
συνήθως,αναμενόμενα,φανερά,συνήθως,Όπως ήταν αναμενόμενο
surprising => εκπληκτικό, surpriser => εκπληκτικός, surprisedly => έκπληκτος, surprised => έκπληκτος, surprise attack => αιφνιδιαστική επίθεση,