FAQs About the word unusually

ασυνήθιστα

to a remarkable degree or extent

σπάνια,καταπληκτικά,εκπληκτικά,Καταπληκτικά,εκπληκτικά,ξαφνικά,εκπληκτικά,απροσδόκητα,σοκαριστικά,απροόπτως

συνήθως,αναμενόμενα,φανερά,συνήθως,Όπως ήταν αναμενόμενο

unusuality => ασυνήθιστο, unusual person => περίεργο άτομο, unusual => ασυνήθιστο, unusefulness => αναξιότητα, unused to => δεν έχω συνηθίσει,