FAQs About the word astoundingly

Καταπληκτικά

causing astonishment or amazement

καταπληκτικά,εκπληκτικά,εκπληκτικά,εκπληκτικά,απροσδόκητα,σοκαριστικά,ξαφνικά,σπάνια,ασυνήθιστα,απροόπτως

συνήθως,αναμενόμενα,φανερά,συνήθως,Όπως ήταν αναμενόμενο

assures => διαβεβαιώνει, assurances => εγγυήσεις, assumptions => υποθέσεις, assumes => υποθέτει, assortments => Συναθροίσεις,