Greek Meaning of commonly
συνήθως
Other Greek words related to συνήθως
Nearest Words of commonly
- common-law marriage => Σύμφωνο συμβίωσης
- common-law => Κοινός νόμος
- commoner => κοινός άνθρωπος
- commonalty => κοινότητα
- commonality => Κοινότητα
- commonage => κοινοτική γη
- common zebra => κοινή ζέβρα
- common yellowwood => Κοινό ξανθόξυλο
- common yellowthroat => Αμερικάνικος χρυσοφρύδης
- common year => έτος μη δίσεκτο
Definitions and Meaning of commonly in English
commonly (r)
under normal conditions
FAQs About the word commonly
συνήθως
under normal conditions
συνήθως,συνήθως,συνήθως,ως κανόνας,γενικά,φυσικά,συνήθως,παραδοσιακά,συνήθως,οικεία
ανώμαλα,εξαιρετικά,ιδιόμορφα,παράξενα,σπάνια,ασυνήθιστα,Ασυνήθιστα,Ανώμαλα,παράξενα,ασυνήθιστα
common-law marriage => Σύμφωνο συμβίωσης, common-law => Κοινός νόμος, commoner => κοινός άνθρωπος, commonalty => κοινότητα, commonality => Κοινότητα,