Greek Meaning of commoner
κοινός άνθρωπος
Other Greek words related to κοινός άνθρωπος
Nearest Words of commoner
- commonalty => κοινότητα
- commonality => Κοινότητα
- commonage => κοινοτική γη
- common zebra => κοινή ζέβρα
- common yellowwood => Κοινό ξανθόξυλο
- common yellowthroat => Αμερικάνικος χρυσοφρύδης
- common year => έτος μη δίσεκτο
- common wormwood => Αρτεμισία η κοινή
- common wood sorrel => Τριφύλλι ξινό
- common wolffia => Κοινή υδρόχαρειαςη
Definitions and Meaning of commoner in English
commoner (n)
a person who holds no title
FAQs About the word commoner
κοινός άνθρωπος
a person who holds no title
Κάθε άνθρωπος,όχλος,πληβειακός,προλεταριάτο,προλετάριος,Ο Ανώνυμος,Γιάννης Δελαπόρτας,εργάτης,ο μικρός,μικρός άνθρωπος
Μεγάλο τυρί,μεγάλος τροχός,μεγαλοπετσώτης,Πλούσιος καπιταλιστής,Σημαντικός παράγοντας,VIP,Μεγάλο κανόνι
commonalty => κοινότητα, commonality => Κοινότητα, commonage => κοινοτική γη, common zebra => κοινή ζέβρα, common yellowwood => Κοινό ξανθόξυλο,