Greek Meaning of commons
κοινοί πόροι
Other Greek words related to κοινοί πόροι
Nearest Words of commons
- commonsense => κοινός νους
- commonsensible => λογικός
- commonsensical => λογικός
- commonweal => κοινό καλό
- commonwealth => Κοινοπολιτεία
- commonwealth country => Χώρα της Κοινοπολιτείας
- commonwealth day => Ημέρα της Κοινοπολιτείας
- commonwealth of australia => Η Αυστραλιανή Κοινοπολιτεία
- commonwealth of dominica => Κοινοπολιτεία της Δομινίκας
- commonwealth of independent states => Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών
Definitions and Meaning of commons in English
commons (n)
a piece of open land for recreational use in an urban area
a pasture subject to common use
a class composed of persons lacking clerical or noble rank
the common people
FAQs About the word commons
κοινοί πόροι
a piece of open land for recreational use in an urban area, a pasture subject to common use, a class composed of persons lacking clerical or noble rank, the com
πλήθος,μάζα,άνθρωποι,ο λαός,Δημόσιος,κοινός θνητός,κοπάδι,όχλος,πλήθος,ο όχλος
Αριστοκρατία,καλύτερο,επιλογή,κρέμα,εκλέγω,ελίτ,λίπος,λουλούδι,ροζ,υπερηφάνια
commonplaceness => κοινοτοπία, commonplace book => Σημειωματάριο, commonplace => συνηθισμένος, commonness => Συνήθεια, commonly => συνήθως,