Greek Meaning of nobility
ευγένεια
Other Greek words related to ευγένεια
- Λάμψη
- κομψότητα
- δόξα
- μεγαλείο
- μεγαλειότης
- ευγένεια
- αξιοπρέπεια
- μεγαλείο
- μεγαλοπρέπεια
- θαύμα
- λαμπρότητα
- λαμπρότητα
- Μεγαλοπρέπεια
- μεγαλοπρέπεια
- υπέροχος
- δόξα
- ομορφιά
- μεγαλοπρέπεια
- συναρπαστικότητα
- υψηλότητα
- μεγαλειότητα
- φοβερότητα
- εκτενής
- εξαιρετικότητα
- επιδειξιομανία
- φοβερότητα
- κιτς
- χάρις
- μεγαλοπρέπεια
- σπατάλη
- πολυτέλεια
- χλιδή
- πολυτέλεια
- λαμπρότητα
- διακοσμητικότητα
- Επίδειξη
- προσποίηση
- πλούτος
- Επίδειξη
- πολυτέλεια
- κομψότητα
- πριγκιπικός
- αξιόλογος
- Μεγαλοπρέπεια
- υπεροχή
- θαυμασμός
Nearest Words of nobility
Definitions and Meaning of nobility in English
nobility (n)
a privileged class holding hereditary titles
the quality of elevation of mind and exaltation of character or ideals or conduct
the state of being of noble birth
nobility (n.)
The quality or state of being noble; superiority of mind or of character; commanding excellence; eminence.
The state of being of high rank or noble birth; patrician dignity; antiquity of family; distinction by rank, station, or title, whether inherited or conferred.
Those who are noble; the collictive body of nobles or titled persons in a stste; the aristocratic and patrician class; the peerage; as, the English nobility.
FAQs About the word nobility
ευγένεια
a privileged class holding hereditary titles, the quality of elevation of mind and exaltation of character or ideals or conduct, the state of being of noble bir
Λάμψη,κομψότητα,δόξα,μεγαλείο,μεγαλειότης,ευγένεια,αξιοπρέπεια,μεγαλείο,μεγαλοπρέπεια,θαύμα
αστική τάξη,αγροτιά,ο όχλος,Προλεταριάτο,το πλήθος,(οι) μάζες,οι άνθρωποι,ο λαός,κοινό,κοινός θνητός
nobilitation => αριστοκρατοποίηση, nobilitate => ευγενής, nobili's rings => Δαχτυλίδια ευγενών, nobilify => εννοβλώ, nobiliary => ευγενής,