Greek Meaning of splendor

Μεγαλοπρέπεια

Other Greek words related to Μεγαλοπρέπεια

Definitions and Meaning of splendor in English

Wordnet

splendor (n)

a quality that outshines the usual

the quality of being magnificent or splendid or grand

FAQs About the word splendor

Μεγαλοπρέπεια

a quality that outshines the usual, the quality of being magnificent or splendid or grand

Λάμψη,κομψότητα,δόξα,μεγαλείο,μεγαλοπρέπεια,μεγαλειότης,ευγένεια,αξιοπρέπεια,μεγαλείο,θαύμα

μελανιά,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτάδι,λυκόφως,ανία,σούρουπο,Ανία,νεφοσκεπής,μελαγχολία,γκριζάδα

splendiferous => λαμπρός, splendidly => υπέροχα, splendid => υπέροχος, spleenwort => Παρασίτου, spleen => σπλήνας,