Greek Meaning of princeliness
πριγκιπικός
Other Greek words related to πριγκιπικός
- αξιοπρέπεια
- κομψότητα
- χάρις
- σπατάλη
- πολυτέλεια
- χλιδή
- πολυτέλεια
- λαμπρότητα
- πλούτος
- πολυτέλεια
- μεγαλειότητα
- φοβερότητα
- φοβερότητα
- κιτς
- μεγαλείο
- μεγαλοπρέπεια
- θαύμα
- ευγένεια
- διακοσμητικότητα
- Επίδειξη
- λαμπρότητα
- επιτηδειότητα
- συναρπαστικότητα
- υπέροχος
- θαυμασμός
- Λάμψη
- εκτενής
- εξαιρετικότητα
- επιδειξιομανία
- δόξα
- δόξα
- ομορφιά
- μεγαλείο
- μεγαλοπρέπεια
- μεγαλειότης
- ευγένεια
- κομψότητα
- προσποίηση
- αξιόλογος
- λαμπρότητα
- Επίδειξη
- μεγαλοπρέπεια
- Μεγαλοπρέπεια
- Μεγαλοπρέπεια
- μεγαλοπρέπεια
- υψηλότητα
- επιδεικτικές
Nearest Words of princeliness
Definitions and Meaning of princeliness in English
princeliness
princely conduct or character, luxury, magnificence
FAQs About the word princeliness
πριγκιπικός
princely conduct or character, luxury, magnificence
αξιοπρέπεια,κομψότητα,χάρις,σπατάλη,πολυτέλεια,χλιδή,πολυτέλεια,λαμπρότητα,πλούτος,πολυτέλεια
No antonyms found.
princelet => πριγκιπόπουλο, primogenitors => πρόγονοι, primitives => Πρωτόγονοι, primes => Πρώτοι αριθμοί, primers => primers,