Greek Meaning of opulence

λαμπρότητα

Other Greek words related to λαμπρότητα

Definitions and Meaning of opulence in English

Wordnet

opulence (n)

wealth as evidenced by sumptuous living

Webster

opulence (n.)

Wealth; riches; affluence.

FAQs About the word opulence

λαμπρότητα

wealth as evidenced by sumptuous livingWealth; riches; affluence.

περιουσιακά στοιχεία,πλούτος,Κεφάλαιο,τύχη,κεφάλαια,Συμμετοχές,σημαίνει,χρήματα,ιδιοκτησίες,ευημερία

χρέη,υποχρεώσεις,χρέος

optometry => Οπτομετρία, optometrist => Οπτομέτρης, optometer => Οπτομέτρης, optography => Οπτόγραφο, optogram => Όπτογράφημα,