Greek Meaning of funds
κεφάλαια
Other Greek words related to κεφάλαια
- περιουσιακά στοιχεία
- μετρητά
- οικονομικά
- τσέπη
- πόροι
- τραπεζικός λογαριασμός
- τσιπς
- ταμεία
- ταμείο
- Ψωμί
- Κεφάλαιο
- ταμειακές ροές
- Νόμισμα
- βαθιές τσέπες
- Ζύμη
- χρηματοδότηση
- τύχη
- χρυσός
- νόμιμο χρήμα
- κέρδος
- σημαίνει
- λαμπρότητα
- χρήματα
- πορτοφόλι
- Πλούτος
- κύλισμα
- Γρατσουνιά
- πουκάμισο
- Ουσία
- τρυφερό
- Θησαυροφυλάκιο
- wampum
- πλούτος
- μέσα
Nearest Words of funds
- fund-raising effort => προσπάθεια συγκέντρωσης κεφαλαίων
- fund-raising drive => εκστρατεία συγκέντρωσης κεφαλαίων
- fund-raising campaign => Εκστρατεία συγκέντρωσης κεφαλαίων
- fundraiser => έρανος
- fund-raise => συγκέντρωση κεφαλαίων
- fundraise => συγκέντρωση κεφαλαίων
- funding => χρηματοδότηση
- fundholder => κάτοχος μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου
- funded => χρηματοδοτούμενη
- fundamentals analysis => Θεμελιώδης ανάλυση
- fundulus => Fundulus
- fundulus heteroclitus => Fundulus heteroclitus
- fundulus majalis => Fundulus Majalis
- fundus => οφθαλμικός βυθός
- funebrial => κηδεμονικός
- funebrious => θλιβερός
- funeral => κηδεία
- funeral chapel => Επιτάφιος ναός
- funeral church => εκκλησία κηδείας
- funeral director => τελετάρχης κηδείας
Definitions and Meaning of funds in English
funds (n)
assets in the form of money
FAQs About the word funds
κεφάλαια
assets in the form of money
περιουσιακά στοιχεία,μετρητά,οικονομικά,τσέπη,πόροι,τραπεζικός λογαριασμός,τσιπς,ταμεία,ταμείο,Ψωμί
χρέη,υποχρεώσεις,χρέος
fund-raising effort => προσπάθεια συγκέντρωσης κεφαλαίων, fund-raising drive => εκστρατεία συγκέντρωσης κεφαλαίων, fund-raising campaign => Εκστρατεία συγκέντρωσης κεφαλαίων, fundraiser => έρανος, fund-raise => συγκέντρωση κεφαλαίων,