Greek Meaning of cash flow
ταμειακές ροές
Other Greek words related to ταμειακές ροές
- περιουσιακά στοιχεία
- Ψωμί
- Νόμισμα
- οικονομικά
- Ταμείο
- πόροι
- κύλισμα
- πουκάμισο
- Κεφάλαιο
- μετρητά
- τσιπς
- Ζύμη
- χρηματοδότηση
- χρυσός
- νόμιμο χρήμα
- τσέπη
- Γρατσουνιά
- πλούτος
- τραπεζικός λογαριασμός
- ταμεία
- βαθιές τσέπες
- ταμείο
- τύχη
- γρύλος
- κέρδος
- σημαίνει
- λαμπρότητα
- χρήματα
- πορτοφόλι
- Πλούτος
- Ουσία
- τρυφερό
- Θησαυροφυλάκιο
- wampum
- μέσα
Nearest Words of cash flow
- cash equivalent => ισοδύναμα μετρητών
- cash dispenser => αυτόματο μηχάνημα ανάληψης μετρητών
- cash crop => Καλλιέργεια εμπορικής αξίας
- cash cow => αγελάδα μετρητών
- cash card => μετρητα
- cash basis => λογιστική ταμειακής βάσης
- cash bar => Μπαρ με μετρητά
- cash advance => προκαταβολή μετρητών
- cash account => Λογαριασμός μετρητών
- cash => μετρητά
- cash in => εξαργυρώσω
- cash in hand => Μετρητά στο χέρι
- cash in on => εκμεταλλεύομαι
- cash in one's chips => εισπράττω τα μάρκες μου
- cash machine => ΑΤΜ
- cash on delivery => Αντικαταβολή
- cash out => Αντικαταβολή
- cash price => τιμή μετρητών
- cash railway => Ταμειακή μηχανή
- cash register => ταμειακή μηχανή
Definitions and Meaning of cash flow in English
cash flow (n)
the excess of cash revenues over cash outlays in a give period of time (not including non-cash expenses)
FAQs About the word cash flow
ταμειακές ροές
the excess of cash revenues over cash outlays in a give period of time (not including non-cash expenses)
περιουσιακά στοιχεία,Ψωμί,Νόμισμα,οικονομικά,Ταμείο,πόροι,κύλισμα,πουκάμισο,Κεφάλαιο,μετρητά
χρέη,υποχρεώσεις,χρέος
cash equivalent => ισοδύναμα μετρητών, cash dispenser => αυτόματο μηχάνημα ανάληψης μετρητών, cash crop => Καλλιέργεια εμπορικής αξίας, cash cow => αγελάδα μετρητών, cash card => μετρητα,