FAQs About the word indebtedness

χρέος

an obligation to pay money to another party, a personal relation in which one is indebted for a service or favorThe state of being indebted., The sum owed; debt

χρέος,υποχρεώσεις,Ευθύνη,υποχρέωση,σκορ,καθυστέρηση,καθυστερήσεις,πτώχευση,ομόλογο,χρέωση

Αποπληρωμή,περιουσιακό στοιχείο,Аποδεικτικό,ησυχία

indebted => χρεωμένος, indebt => οφειλέτης, indear => αγαπάει, inde => μέσα, indazol => Ινταζόλη,