FAQs About the word arrearage

καθυστέρηση

That which remains unpaid and overdue, after payment of a part; arrears.

χρέος,υποχρέωση,καθυστερήσεις,χρέος,υποχρεώσεις,σκορ,πτώχευση,ομόλογο,χρέωση,προεπιλεγμένο

Αποπληρωμή,περιουσιακό στοιχείο,ησυχία,Аποδεικτικό

arrear => οφειλή, arrayment => διάταξη, arraying => διάταξη, arrayer => πίνακας, arrayed => παρατεταγμένοι,