Greek Meaning of debit
χρέωση
Other Greek words related to χρέωση
- Μειονέκτημα
- αναπηρία
- Ευθύνη
- μείον
- Αναπηρία
- μειονέκτημα
- μειονέκτημα
- ανικανότητα
- Δυσκολία
- αρνητικός
- μειονέκτημα
- Απεργία
- μειονέκτημα
- Αλμπατρος
- aρπάζω
- έλεγχος
- απόφραξη
- στένωμα
- Ντροπή
- αποτυχημένος
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- παρεμβολή
- αφήνω
- μυλόπετρα
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- Τρίβω
- δεσμός
- σταματάω
- Πνιγμό
- δίχτυ
Nearest Words of debit
Definitions and Meaning of debit in English
debit (n)
an accounting entry acknowledging sums that are owing
debit (v)
enter as debit
debit (n.)
A debt; an entry on the debtor (Dr.) side of an account; -- mostly used adjectively; as, the debit side of an account.
debit (v. t.)
To charge with debt; -- the opposite of, and correlative to, credit; as, to debit a purchaser for the goods sold.
To enter on the debtor (Dr.) side of an account; as, to debit the amount of goods sold.
FAQs About the word debit
χρέωση
an accounting entry acknowledging sums that are owing, enter as debitA debt; an entry on the debtor (Dr.) side of an account; -- mostly used adjectively; as, th
Μειονέκτημα,αναπηρία,Ευθύνη,μείον,Αναπηρία,μειονέκτημα,μειονέκτημα,ανικανότητα,Δυσκολία,αρνητικός
πλεονέκτημα,περιουσιακό στοιχείο,έλεγχος,ακμή,περιθώριο,συν,βοήθεια,άνοδος,κυριαρχία,βοήθεια
debility => αδυναμία, debilitative => εξασθενητικό, debilitation => αποδυνάμωση, debilitating => εξουθενωτικό, debilitated => εξασθενημένος,