Greek Meaning of supremacy
Ανωτερότητα
Other Greek words related to Ανωτερότητα
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- περιοχή
- Κυριαρχία
- άνοδος
- άνοδος
- Ανάληψη
- κυριαρχία
- έλεγχος
- Ηγεμονία
- Αυτοκρατορία
- Δικαιοδοσία
- κυριαρχία
- υπεροχή
- βασιλεία
- Υπεροχή
- χέρι
- αυθεντία
- επιρροή
- συμπλέκτης
- εντολή
- κατεύθυνση
- Ο eminence
- λαβή
- σημασία
- κυριότητα
- διαχείριση
- κυριαρχία
- επικράτηση
- προνόμιο
- προτεραιότητα
- προνόμιο
- δεξιά
- Σκήπτρο
- κυριαρχία
- ταλάντευση
- εξαγορά
Nearest Words of supremacy
- supremacist => υπέρμαχος της υπεροχής
- supremacism => υπεροχή
- supratrochlear vein => Επάνω τροχιλική φλέβα
- suprasegmental => Υπερφώνημα
- suprarenalectomy => Επινεφρεκτομή
- suprarenal gland => Επινεφρίδιο
- supraorbital vein => Υπερόφρυος φλέβα
- supraorbital torus => Υπερόφρυος τόρος
- supraorbital ridge => υπερόφρυο τόξο
- supraorbital => Υπερόφρυος
- suprematism => Υπρεματισμος
- suprematist => σουπρεματιστής
- supreme => Ανώτατος
- supreme allied commander atlantic => Ανώτατος συμμαχικός διοικητής του Ατλαντικού
- supreme allied commander europe => Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής Ευρώπης
- supreme authority => ανώτατη εξουσία
- supreme being => ανώτατη ύπαρξη
- supreme court => Άρειος Πάγος
- supreme court of the united states => Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών
- supreme headquarters => Γενικό Επιτελείο Στρατού
Definitions and Meaning of supremacy in English
supremacy (n)
power to dominate or defeat
FAQs About the word supremacy
Ανωτερότητα
power to dominate or defeat
κυριαρχία,κυριαρχία,περιοχή,Κυριαρχία,άνοδος,άνοδος,Ανάληψη,κυριαρχία,έλεγχος,Ηγεμονία
αδυναμία,αδυναμία,ανικανότητα
supremacist => υπέρμαχος της υπεροχής, supremacism => υπεροχή, supratrochlear vein => Επάνω τροχιλική φλέβα, suprasegmental => Υπερφώνημα, suprarenalectomy => Επινεφρεκτομή,