Greek Meaning of scepter
Σκήπτρο
Other Greek words related to Σκήπτρο
- χέρι
- άνοδος
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- περιοχή
- Ηγεμονία
- Αυτοκρατορία
- κυριότητα
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- προτεραιότητα
- βασιλεία
- Κυριαρχία
- Ανωτερότητα
- άνοδος
- Ανάληψη
- αυθεντία
- συμπλέκτης
- εντολή
- έλεγχος
- λαβή
- Δικαιοδοσία
- διαχείριση
- επικράτηση
- υπεροχή
- κυριαρχία
- Υπεροχή
- ταλάντευση
- εξαγορά
- Αποπνικτικός εναγκαλισμός
- επιρροή
- κατεύθυνση
- Ο eminence
- κρατώ
- σημασία
- ίσως
- στιγμή
- προνόμιο
- προνόμιο
- τραβώ
- δεξιά
- βάρος
Nearest Words of scepter
Definitions and Meaning of scepter in English
scepter (n)
the imperial authority symbolized by a scepter
a ceremonial or emblematic staff
scepter (n.)
Alt. of Sceptre
scepter (v. t.)
Alt. of Sceptre
FAQs About the word scepter
Σκήπτρο
the imperial authority symbolized by a scepter, a ceremonial or emblematic staffAlt. of Sceptre, Alt. of Sceptre
χέρι,άνοδος,κυριαρχία,κυριαρχία,κυριαρχία,περιοχή,Ηγεμονία,Αυτοκρατορία,κυριότητα,κυριαρχία
αδυναμία,αδυναμία,ανικανότητα
scepsis => σκεπτικισμός, scentless mayweed => Αρωματικό μη φυτό, scentless hayweed => Άοσμο χαμομήλι, scentless false camomile => Άοσμο χαμομήλι, scentless camomile => Χαμομήλι άοσμο,