FAQs About the word scenting

Άρωμα

of Scent

αρωματισμός,θυμίαμα,μυρωδάτο

αποσμητικό,βρωμάει

scentful => αρωματικό, scented wattle => Αρωματική ακακία, scented penstemon => Πενστέμονας με άρωμα, scented fern => Μυρωδάτη φτέρη, scented => αρωματισμένος,