Greek Meaning of incensing
θυμίαμα
Other Greek words related to θυμίαμα
- λειαντικό
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικό
- ανταγωνιστικός
- Συμμετοχικός
- εκνευριστικός
- απογοητευτικός
- Ενοχλητικός
- φλεγμονώδης
- εξοργιστικός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- γκρινιάρης
- κνίδωση
- προσβλητικό
- προκλητικός
- προκλητικός
- πίκρα
- εκνευριστικό
- ενοχλητικός
- αντιπαθητικός
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- Τρίψιμο
- μαχητικός
- Αντιπαραθετικός
- εχθρικός
- εχθρικός
- εχθρικός
- ενοχλητικός
- ανεπιθύμητος
- ανταγωνιζόμενος
- επιθετικός
- αγωνιστικό
- επιχειρηματικός
- διεκδικητικός
- Αμφιλεγόμενος
- πολεμικός
- μαχητής
- μιλιταριστικός
- Στρατιωτικός
- μαχητικός
- φιλονικός
- φτωχό
- άγριος
- ανανταγωνιστικό
- πολεμικός
Nearest Words of incensing
Definitions and Meaning of incensing in English
incensing (p. pr. & vb. n.)
of Incense
of Incense
FAQs About the word incensing
θυμίαμα
of Incense, of Incense
λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ανταγωνιστικός,Συμμετοχικός,εκνευριστικός,απογοητευτικός,Ενοχλητικός,φλεγμονώδης,εξοργιστικός
ηρεμιστικό,συμβιβαστικός,αποπλιστικός,αγαπημένος,εγκάρδιος,Ειρηνικός,κατευναστικός,εξιλαστήριος,νίκη,εξευμενιστικός
incenser => θυμιατήρι, incensement => Θυμίαμα, incensed => εξοργισμένος, incensebreathing => Εισπνοή θυμιάματος, incense wood => Ξύλο λιβανιού,