Greek Meaning of incensing

θυμίαμα

Other Greek words related to θυμίαμα

Definitions and Meaning of incensing in English

Webster

incensing (p. pr. & vb. n.)

of Incense

of Incense

FAQs About the word incensing

θυμίαμα

of Incense, of Incense

λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ανταγωνιστικός,Συμμετοχικός,εκνευριστικός,απογοητευτικός,Ενοχλητικός,φλεγμονώδης,εξοργιστικός

ηρεμιστικό,συμβιβαστικός,αποπλιστικός,αγαπημένος,εγκάρδιος,Ειρηνικός,κατευναστικός,εξιλαστήριος,νίκη,εξευμενιστικός

incenser => θυμιατήρι, incensement => Θυμίαμα, incensed => εξοργισμένος, incensebreathing => Εισπνοή θυμιάματος, incense wood => Ξύλο λιβανιού,