Greek Meaning of propitiatory
εξιλαστήριος
Other Greek words related to εξιλαστήριος
- ηρεμιστικό
- φιλάνθρωπος
- ελπιδοφόρος
- συμβιβαστικός
- ευγενικός
- Ειρηνικός
- ειρηνικός
- κατευναστικός
- κατευναστικός
- καταπραϋντικός
- αποπλιστικός
- αγαπημένος
- ήπιος
- εγκάρδιος
- παρακαλώ
- εξευμενιστικός
- προθυμος
- κατευναστικός
- παθητικός
- ειρηνικός
- ηρεμιστικό
- κατευναστικός
- χαλαρωτικό
- ικανοποιητικό
- νίκη
- συμβιβαστικός
- ειρηνοποίηση
- Φιλικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- φιλικός
- καλόκαρδος
- χαλαρωτικό
- μη εμπόλεμο
- υποτακτικός
- καταπραϋντικό
- ηρεμιστικό
- μη επιθετικός
- μη διεκδικητικός
- γοητευτικός
- υποχωρητικός
- παράδοση
- λειαντικό
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικό
- ανταγωνιστικός
- Συμμετοχικός
- εκνευριστικός
- απογοητευτικός
- Ενοχλητικός
- εχθρικός
- φλεγμονώδης
- εξοργιστικός
- εχθρικός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- γκρινιάρης
- προσβλητικό
- προκλητικός
- προκλητικός
- ενοχλητικός
- επιθετικός
- αγωνιστικό
- αντιπαθητικός
- επιχειρηματικός
- διεκδικητικός
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- Τρίψιμο
- μαχητικός
- Αντιπαραθετικός
- Αμφιλεγόμενος
- θυμίαμα
- εχθρικός
- πολεμικός
- Στρατιωτικός
- ενοχλητικός
- κνίδωση
- μαχητικός
- πίκρα
- εκνευριστικό
- ανεπιθύμητος
- ανανταγωνιστικό
- πολεμικός
- ανταγωνιζόμενος
- μαχητής
- μιλιταριστικός
- φιλονικός
- φτωχό
- άγριος
Nearest Words of propitiatory
Definitions and Meaning of propitiatory in English
propitiatory (a)
having power to atone for or offered by way of expiation or propitiation
propitiatory (s)
intended to reconcile or appease
FAQs About the word propitiatory
εξιλαστήριος
having power to atone for or offered by way of expiation or propitiation, intended to reconcile or appease
ηρεμιστικό,φιλάνθρωπος,ελπιδοφόρος,συμβιβαστικός,ευγενικός,Ειρηνικός,ειρηνικός,κατευναστικός,κατευναστικός,καταπραϋντικός
λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ανταγωνιστικός,Συμμετοχικός,εκνευριστικός,απογοητευτικός,Ενοχλητικός,εχθρικός,φλεγμονώδης
propitiative => εξιλαστήριος, propitiation => ελάσκω, propitiate => εξευμενίζω, propionic acid => Προπιονικό οξύ, propionaldehyde => Προπανάλη,