Greek Meaning of propitiatory

εξιλαστήριος

Other Greek words related to εξιλαστήριος

Definitions and Meaning of propitiatory in English

Wordnet

propitiatory (a)

having power to atone for or offered by way of expiation or propitiation

Wordnet

propitiatory (s)

intended to reconcile or appease

FAQs About the word propitiatory

εξιλαστήριος

having power to atone for or offered by way of expiation or propitiation, intended to reconcile or appease

ηρεμιστικό,φιλάνθρωπος,ελπιδοφόρος,συμβιβαστικός,ευγενικός,Ειρηνικός,ειρηνικός,κατευναστικός,κατευναστικός,καταπραϋντικός

λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ανταγωνιστικός,Συμμετοχικός,εκνευριστικός,απογοητευτικός,Ενοχλητικός,εχθρικός,φλεγμονώδης

propitiative => εξιλαστήριος, propitiation => ελάσκω, propitiate => εξευμενίζω, propionic acid => Προπιονικό οξύ, propionaldehyde => Προπανάλη,