Greek Meaning of lulling
χαλαρωτικό
Other Greek words related to χαλαρωτικό
- οδυνηρός
- διεγερτικό
- αγχωτικό
- κουραστικός
- ανησυχητικό
- Προσπαθώντας
- ανησυχητική
- ανησυχητικός
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- ανησυχητικό
- ενεργειακός
- εκνευριστικός
- απογοητευτικός
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- διεγερτικό
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- Ενοχλητικός
- σίτα
- παρενόχληση
- τονωτικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
Nearest Words of lulling
Definitions and Meaning of lulling in English
lulling (p. pr. & vb. n.)
of Lull
FAQs About the word lulling
χαλαρωτικό
of Lull
ελπιδοφόρος,υπνωτικός,κατευναστικός,χαλαρωτικό,κατευναστικός,καταπραϋντικό,ηρεμιστικό,καταπραϋντικός,ονειρικός,ηρεμιστικό
οδυνηρός,διεγερτικό,αγχωτικό,κουραστικός,ανησυχητικό,Προσπαθώντας,ανησυχητική,ανησυχητικός,επιδεινούμενος,ενοχλητικό
lulli => λουλί, luller => γκρινιάρης, lulled => Γαλήνεψε, lullaby => νανούρισμα, lull => γαλήνη,