Greek Meaning of lulling

χαλαρωτικό

Other Greek words related to χαλαρωτικό

Definitions and Meaning of lulling in English

Webster

lulling (p. pr. & vb. n.)

of Lull

FAQs About the word lulling

χαλαρωτικό

of Lull

ελπιδοφόρος,υπνωτικός,κατευναστικός,χαλαρωτικό,κατευναστικός,καταπραϋντικό,ηρεμιστικό,καταπραϋντικός,ονειρικός,ηρεμιστικό

οδυνηρός,διεγερτικό,αγχωτικό,κουραστικός,ανησυχητικό,Προσπαθώντας,ανησυχητική,ανησυχητικός,επιδεινούμενος,ενοχλητικό

lulli => λουλί, luller => γκρινιάρης, lulled => Γαλήνεψε, lullaby => νανούρισμα, lull => γαλήνη,