Greek Meaning of depressant

αντικαταθλιπτικό

Other Greek words related to αντικαταθλιπτικό

Definitions and Meaning of depressant in English

Wordnet

depressant (n)

a drug that reduces excitability and calms a person

Wordnet

depressant (a)

capable of depressing physiological or psychological activity or response by a chemical agent

Webster

depressant (n.)

An agent or remedy which lowers the vital powers.

FAQs About the word depressant

αντικαταθλιπτικό

a drug that reduces excitability and calms a person, capable of depressing physiological or psychological activity or response by a chemical agentAn agent or re

υπνωτικός,χαλαρωτικό,ηρεμιστικό,υπνωτικό,καταπραϋντικό,αναλγητικό,αναισθητικό,καταπραϋντικός,νεκρωτικό,Υπνηλία

διεγερτικό,διεγερτικός,ενεργειακός,αναζωογονητικός,διεγερτικός,διεγερτικό,διεγερτικό,διεγερτικός,ξύπνιος,αφύπνιση

depress => καταθλίβω, depreicate => DEPRECATE, deprehension => κατάθλιψη, deprehensible => κατακριτέος, deprehending => καταθλιπτικός,