Greek Meaning of soporific

υπνωτικό

Other Greek words related to υπνωτικό

Definitions and Meaning of soporific in English

Wordnet

soporific (n)

a drug that induces sleep

Wordnet

soporific (s)

sleep inducing

inducing mental lethargy

FAQs About the word soporific

υπνωτικό

a drug that induces sleep, sleep inducing, inducing mental lethargy

υπνωτικός,Υπνηλία,υπνωτιστικό,νυσταγμένος,υπνηλός,υπνηλία,υπνωτικός,υπνηλίας,κατευναστικός,αναλγητικό

διεγερτικός,διεγερτικό,διεγερτικό,διεγερτικός,αφύπνιση,ενθαρρυντικός,ενεργειακός,τονωτικός,αναζωογονητικός,αποκαταστατικός

soporiferous => υπνωτικός, sopor => υπνηλία, sophora tetraptera => Σοφόρα της Ιαπωνίας, sophora sinensis => Σοφόρα, sophora secundiflora => ψευδοακακία,