Greek Meaning of benumbing

μουδιαστικό

Other Greek words related to μουδιαστικό

Definitions and Meaning of benumbing in English

Webster

benumbing (p. pr. & vb. n.)

of Benumb

FAQs About the word benumbing

μουδιαστικό

of Benumb

αναλγητικό,αναισθητικό,νεκρωτικό,βαρετός,μουδιαστικό,ξεκούραστος,κατακάθιση,καταπληκτικός,αναισθητικό,καταπραϋντικός

διεγερτικός,διεγερτικός,διεγερτικό,διεγερτικό,ξύπνιος,αφύπνιση,ενθαρρυντικός,ενεργειακός,τονωτικός,αναζωογονητικός

benumbed => μουδιασμένος, benumb => Μουδιάζω, benty => λυγισμένος, bentwood => καμπυλωμένο ξύλο, bentonitic => bentoniτικός,