Greek Meaning of arousing
διεγερτικός
Other Greek words related to διεγερτικός
Nearest Words of arousing
Definitions and Meaning of arousing in English
arousing (p. pr. & vb. n.)
of Arouse
FAQs About the word arousing
διεγερτικός
of Arouse
αφύπνιση,ενεργειακός,τονωτικός,διεγερτικός,διεγερτικό,ξύπνιος,ενθαρρυντικός,αναζωογονητικός,αναβιωτικό,διεγερτικό
Υπνηλία,υπνωτικός,νυσταγμένος,υπνηλός,υπνηλία,υπνηλίας,υπνωτικό,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,αντικαταθλιπτικό
aroused => διεγερμένος, arouse => ξυπνώ, arousal => διέγερση, around-the-clock => όλο το εικοσιτετράωρο, around the clock => όλο το εικοσιτετράωρο,