Greek Meaning of energizing
ενεργειακός
Other Greek words related to ενεργειακός
- ενεργοποίηση
- γαλβανισμός
- επαγωγική
- ενθαρρυντικός
- εμπνευσμένος
- παρακινητικό
- ενθαρρυντικός
- επιτάχυνση
- ζωοποιητικό
- επιδεινούμενος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- Εξαγριωτικό
- εκνευριστικός
- συναρπαστικός
- φλεγμονώδης
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- τρελός
- κινητοποιητικός
- προκλητικός
- διεγερτικό
- σκανδάλη
- αναστατωτικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- θυμωμένος
- φορτισμένος
- αιχμηρός
- φλογερός
- Ενοχλητικός
- υποκινητικός
- υποκινητικός
- εξεγερτικός
- ενοχλητικός
- προκλητικός
Nearest Words of energizing
- energumen => ενεργούμενος
- energy => Ενέργεια
- energy department => Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος
- energy level => επίπεδο ενέργειας
- energy of activation => Ενέργεια ενεργοποίησης
- energy secretary => Υπουργός Ενέργειας
- energy state => Ενεργειακή κατάσταση
- energy unit => μονάδα ενέργειας
- energy-absorbing => απορροφητικός ενέργειας
- energy-storing => αποθήκευση ενέργειας
Definitions and Meaning of energizing in English
energizing (n)
the activity of causing to have energy and be active
energizing (s)
supplying motive force
energizing (p. pr. & vb. n.)
of Energize
energizing (a.)
Capable of imparting or exercising energy.
FAQs About the word energizing
ενεργειακός
the activity of causing to have energy and be active, supplying motive forceof Energize, Capable of imparting or exercising energy.
ενεργοποίηση,γαλβανισμός,επαγωγική,ενθαρρυντικός,εμπνευσμένος,παρακινητικό,ενθαρρυντικός,επιτάχυνση,ζωοποιητικό,επιδεινούμενος
μη φλεγμονώδης,δαμάζοντας
energizer => ενεργοποιητής, energized => ενεργοποιημένος, energize => ενεργοποιώ, energising => ενεργητικός, energiser => ενεργειακό ποτό,