Greek Meaning of vitalizing

ζωοποιητικό

Other Greek words related to ζωοποιητικό

Definitions and Meaning of vitalizing in English

Wordnet

vitalizing (s)

giving or having the power to give life and spirit

Webster

vitalizing (p. pr. & vb. n.)

of Vitalize

FAQs About the word vitalizing

ζωοποιητικό

giving or having the power to give life and spiritof Vitalize

αναζωογονητικός,αποκαταστατικός,ενθαρρυντικός,φιλικός,υγιής,τονωτικός,φαρμακευτικός,αναβιωτικό,διεγερτικό,διεγερτικό

νεκρωτικό,εξουθενωτικό,επιβλαβής,αποστράγγιση,εξαντλητικός,επιζήμιος,μουδιαστικό,επιζήμιος,εξασθένιση,εξαντλητικό

vitalizer => ζωοποιητικό, vitalized => αναζωογονημένο, vitalize => ζωογονώ, vitalization => ζωτικοποίηση, vitality => ζωτικότητα,