Greek Meaning of recuperative

αναζωογονητικός

Other Greek words related to αναζωογονητικός

Definitions and Meaning of recuperative in English

Wordnet

recuperative (s)

promoting recuperation

Webster

recuperative (a.)

Alt. of Recuperatory

FAQs About the word recuperative

αναζωογονητικός

promoting recuperationAlt. of Recuperatory

Διπλωματικός,θεραπευτικός,υγιής,υγιής,φαρμακευτικός,αναζωογονητικός,Αποκαταστατικός,αναζωογονητικός,διορθωτικός,αποκαταστατικός

επιζήμιος,επιβλαβής,επιβλαβές,μεταδοτικός,επιζήμιος,ανθυγιεινός,επιβλαβής,επιζήμιος,τοξικός,ανθυγιεινό

recuperation => ανάρρωση, recuperating => Αναρρώνων, recuperated => ανακτημένος, recuperate => αναρρώσω, recuperable => ανακτήσιμος,