Greek Meaning of rejuvenescent

αναζωογονητικός

Other Greek words related to αναζωογονητικός

Definitions and Meaning of rejuvenescent in English

Webster

rejuvenescent (a.)

Becoming, or causing to become, rejuvenated; rejuvenating.

FAQs About the word rejuvenescent

αναζωογονητικός

Becoming, or causing to become, rejuvenated; rejuvenating.

Διπλωματικός,θεραπευτικός,υγιής,υγιής,φαρμακευτικός,αναζωογονητικός,αναζωογονητικός,Αποκαταστατικός,αναζωογονητικός,διορθωτικός

επιζήμιος,επιβλαβής,επιβλαβές,μεταδοτικός,επιζήμιος,επιβλαβής,επιζήμιος,τοξικός,ανθυγιεινός,ανθυγιεινό

rejuvenescency => ανανέωση, rejuvenescence => ανανέωση, rejuvenation => ανανέωση, rejuvenated => ανανεωμένος, rejuvenate => αναζωογονώ,