Greek Meaning of medicinal

φαρμακευτικός

Other Greek words related to φαρμακευτικός

Definitions and Meaning of medicinal in English

Wordnet

medicinal (s)

having the properties of medicine

Webster

medicinal (a.)

Having curative or palliative properties; used for the cure or alleviation of bodily disorders; as, medicinal tinctures, plants, or springs.

Of or pertaining to medicine; medical.

FAQs About the word medicinal

φαρμακευτικός

having the properties of medicineHaving curative or palliative properties; used for the cure or alleviation of bodily disorders; as, medicinal tinctures, plants

θεραπευτικός,επούλωση,υγιής,διορθωτικός,αποκαταστατικός,θεραπευτική,Διπλωματικός,υγιής,φαρμακευτικό,Ανακουφιστικός

επιβλαβής,επιζήμιος,επιβλαβής,επιζήμιος,δηλητηριώδης,τοξικός,ανθυγιεινό,ανθυγιεινός,ανθυγιεινό,επιζήμιος

medicinable => φαρμακευτικός, medici => Mέδικοι, medicean => μεντίκειος, medicative => φαρμακευτικός, medication => Φαρμακευτική αγωγή,