Greek Meaning of healthy
υγιής
Other Greek words related to υγιής
- κατάλληλο
- υγιής
- γενναιόδωρος
- robust
- δυνατός
- γερός
- ακμάζων
- καλά
- ολόκληρος
- υγιεινός
- υγιής
- ενεργός
- Ευέλικτος
- ανάκαμψη
- καλός
- ανθεκτικός
- ζωηρός
- ανώμαλος
- ήχος
- σκληρός
- ζωηρός
- σε άψογη κατάσταση
- Σε φόρμα
- Σε καλή υγεία
- καλά προσαρμοσμένος
- Εντάξει
- Εξωτερικός Ασθενής
- ανθισμένος
- χαρούμενος
- ακμάζων
- FLUSH
- σκληρός
- Σίδηρος
- σφριγηλός
- ευημερούσα
- δεξιά
- Ζωηρός
- ζωηρός
- σταθερός
- Ζωτικός
- μη ανάπηρος
- ζωηρός
- αβλαβής
- άρρωστος
- εξετάζω
- ανάπηρος
- άρρωστος
- Ασθενής
- άρρωστος
- άρρωστος, -η, -ο
- άρρωστος
- ακατάλληλος
- ανθυγιεινός
- προβληματικός
- Αδύναμος
- κακός
- ανάπηρος
- εξασθενημένος
- ετοιμόρροπος
- λεπτός
- αδύνατος
- εξασθενημένος
- εύθραυστος
- εύθραυστος
- αδύνατος
- ταλαιπωρημένος
- σταματώ
- ανίκανος
- άρρωστος
- χωλός
- υποσιτισμός
- άρρωστος
- ανήσυχος
- Υποσιτισμένος
- εξασθενημένος
- αδύναμα
- Πλήττεται
- φτωχά
- ερειπωμένος
- Φθαρμένος
- Άτομα με αναπηρία
Nearest Words of healthy
Definitions and Meaning of healthy in English
healthy (a)
having or indicating good health in body or mind; free from infirmity or disease
healthy (s)
financially secure and functioning well
promoting health; healthful
exercising or showing good judgment
large in amount or extent or degree
healthy (superl.)
Being in a state of health; enjoying health; hale; sound; free from disease; as, a healthy chid; a healthy plant.
Evincing health; as, a healthy pulse; a healthy complexion.
Conducive to health; wholesome; salubrious; salutary; as, a healthy exercise; a healthy climate.
FAQs About the word healthy
υγιής
having or indicating good health in body or mind; free from infirmity or disease, financially secure and functioning well, promoting health; healthful, exercisi
κατάλληλο,υγιής,γενναιόδωρος,robust,δυνατός,γερός,ακμάζων,καλά,ολόκληρος,υγιεινός
άρρωστος,εξετάζω,ανάπηρος,άρρωστος,Ασθενής,άρρωστος,άρρωστος, -η, -ο,άρρωστος,ακατάλληλος,ανθυγιεινός
healthward => προς την υγεία, healthsome => υγιής, healthlessness => ανθυγιεινό, healthless => ασθενής, healthiness => υγεία,