Greek Meaning of in shape
Σε φόρμα
Other Greek words related to Σε φόρμα
- υγιής
- robust
- δυνατός
- καλά
- ολόκληρος
- υγιής
- ενεργός
- ανάκαμψη
- κατάλληλο
- καλός
- υγιής
- σκληρός
- γενναιόδωρος
- Σίδηρος
- ανώμαλος
- ήχος
- γερός
- ακμάζων
- σκληρός
- υγιεινός
- σε άψογη κατάσταση
- Σε καλή υγεία
- Ευέλικτος
- Εντάξει
- Εξωτερικός Ασθενής
- ανθισμένος
- χαρούμενος
- ακμάζων
- FLUSH
- ανθεκτικός
- ζωηρός
- σφριγηλός
- ευημερούσα
- δεξιά
- Ζωηρός
- ζωηρός
- σταθερός
- ζωηρός
- Ζωτικός
- μη ανάπηρος
- ζωηρός
- αβλαβής
- καλά προσαρμοσμένος
- άρρωστος
- λεπτός
- άρρωστος
- Ασθενής
- άρρωστος
- ερειπωμένος
- άρρωστος, -η, -ο
- ακατάλληλος
- ανθυγιεινός
- προβληματικός
- Αδύναμος
- αδύναμα
- Φθαρμένος
- Πλήττεται
- κακός
- εξετάζω
- ανάπηρος
- εξασθενημένος
- ετοιμόρροπος
- ανάπηρος
- εξασθενημένος
- εύθραυστος
- εύθραυστος
- σταματώ
- ανίκανος
- άρρωστος
- χωλός
- φτωχά
- άρρωστος
- άρρωστος
- εξασθενημένος
- Άτομα με αναπηρία
- αδύνατος
- αδύνατος
- ταλαιπωρημένος
- υποσιτισμός
- ανήσυχος
- Υποσιτισμένος
Nearest Words of in shape
Definitions and Meaning of in shape in English
in shape
to embody in definite form, form, create, to modify (behavior) by rewarding changes that tend toward a desired response, a standard or universally recognized spatial form, phantom, apparition, assumed appearance, to give a particular form or shape to, the appearance of the body as distinguished from that of the face, devise, plan, to determine or direct the course or character of, to come to pass, to take on or approach a mature or definite form, spatial form or contour, ordain, decree, form of embodiment, to adapt in shape so as to fit neatly and closely, the visible makeup characteristic of a particular item or kind of item, to make fit for (a particular use, purpose, etc.)
FAQs About the word in shape
Σε φόρμα
to embody in definite form, form, create, to modify (behavior) by rewarding changes that tend toward a desired response, a standard or universally recognized sp
υγιής,robust,δυνατός,καλά,ολόκληρος,υγιής,ενεργός,ανάκαμψη,κατάλληλο,καλός
άρρωστος,λεπτός,άρρωστος,Ασθενής,άρρωστος,ερειπωμένος,άρρωστος, -η, -ο,ακατάλληλος,ανθυγιεινός,προβληματικός
in respect to => σχετικά με, in regard to => Σχετικά με, in proportion => αναλογικός, in one's cups => μεθυσμένος, in one's blood => στο αίμα κάποιου,