Greek Meaning of afflicted

Πλήττεται

Other Greek words related to Πλήττεται

Definitions and Meaning of afflicted in English

Wordnet

afflicted (s)

grievously affected especially by disease

mentally or physically unfit

Webster

afflicted (imp. & p. p.)

of Afflict

FAQs About the word afflicted

Πλήττεται

grievously affected especially by disease, mentally or physically unfitof Afflict

εξετάζω,εξασθενημένος,ετοιμόρροπος,ανάπηρος,άρρωστος,Ασθενής,ανίκανος,άρρωστος,άρρωστος,ανήσυχος

υγιής,εξαρτημένος από κάποιον όρο,γιατρεμένος,κατάλληλο,υγιής,υγιής,υγιής,ήχος,καλά,ολόκληρος

afflict => βασανίζω, afflatus => έμπνευση, afflation => Φούσκωμα, affixture => επίθημα, affixion => Επίθημα,