FAQs About the word squeamish

ευαίσθητος

excessively fastidious and easily disgusted

ναυτία,άρρωστος, -η, -ο,άρρωστος,ναυτία,ναυτία,ενοχή,ναυτία,κουίρ,Άρρωστος,ανήσυχος

καλά,υγιής,εγκαταστημένος

squealing => τρίξιμο, squealer => καρφί, squeal => τσίριγμα, squeaky => Τρίζοντας, squeaking => τρίξιμο,