FAQs About the word squeak

τρίξιμο

a short high-pitched noise, something achieved (or escaped) by a narrow margin, make a high-pitched, screeching noise

πληροφορώ,τσίριγμα,μιλάω,προδίδω,σούρνω (σε),καταδότης,Στο χορτάρι,ποντίκι (σε),τραγουδώ,σπιούνος

No antonyms found.

squawroot => Λυκόριζα, squawky => τσιριχτός, squawker => squawker, squawk box => κουτσομπολιά, squaw-bush => Μελανόξυλο,