Greek Meaning of two-time
Δύο φορές
Other Greek words related to Δύο φορές
Nearest Words of two-time
Definitions and Meaning of two-time in English
two-time (v)
carry on a romantic relationship with two people at the same time
FAQs About the word two-time
Δύο φορές
carry on a romantic relationship with two people at the same time
προδίδω,σταυρός,διπλοπροσωπία,επιστρέφω σε,Πούλησε κάτω από το ποτάμι,πουλάω (έξω),Μαχαιριά στην πλάτη,μαχαιριά στην πλάτη,χαρίζω,καταγγέλλω
Αμύνω,Φύλακας,προστατεύω,αποθήκευση,ετοιμότητα,προστασία,ασπίδα
two-tier bid => Προσφορά δύο επιπέδων, two-throw => δύο ρίψεις, two-thirds => Δύο τρίτα, two-step => δίβημο, two-spotted ladybug => Δίσιμη πασχαλίτσα,