FAQs About the word two-timing

άπιστος

not faithful to a spouse or lover

μοιχευτικός,Εξωσχολικός,εξωσυζυγικός,μοιχικός,προγαμιαίος,νοθεύω

αφοσίωση,πίστις,πίστη,πίστη,αφοσίωση,αφοσίωση,σταθερότητα,αφοσίωση,πίστη,σταθερότητα

two-timer => Δίχρονος, two-time => Δύο φορές, two-tier bid => Προσφορά δύο επιπέδων, two-throw => δύο ρίψεις, two-thirds => Δύο τρίτα,