Greek Meaning of two-timing
άπιστος
Other Greek words related to άπιστος
Nearest Words of two-timing
- two-toe => δίποδος
- two-toed => με δύο δάχτυλα
- two-toed anteater => Δίποδος μυρμηγκοφάγος
- two-toed sloth => Δίποδας βραδύποδας
- two-to-one => δύο προς ένα
- two-way => Αμφίδρομος
- two-way street => Δρόμος διπλής κατεύθυνσης
- two-wheel => δίτροχος
- two-wheeled => δίτροχος
- two-wing flying fish => Διφτερούγο ιπτάμενο ψάρι
Definitions and Meaning of two-timing in English
two-timing (s)
not faithful to a spouse or lover
FAQs About the word two-timing
άπιστος
not faithful to a spouse or lover
μοιχευτικός,Εξωσχολικός,εξωσυζυγικός,μοιχικός,προγαμιαίος,νοθεύω
αφοσίωση,πίστις,πίστη,πίστη,αφοσίωση,αφοσίωση,σταθερότητα,αφοσίωση,πίστη,σταθερότητα
two-timer => Δίχρονος, two-time => Δύο φορές, two-tier bid => Προσφορά δύο επιπέδων, two-throw => δύο ρίψεις, two-thirds => Δύο τρίτα,