Greek Meaning of constancy
σταθερότητα
Other Greek words related to σταθερότητα
Nearest Words of constancy
- constant => σταθερά
- constant lambert => σταθερά του Λαμπέρ
- constant of gravitation => σταθερά της βαρύτητας
- constant of proportionality => Σταθερά αναλογίας
- constant quantity => Σταθερά
- constantan => κωνσταντάν
- constantin brancusi => Κωνσταντίνος Μπρανκούσι
- constantina => Κωνσταντίνα
- constantine => Κωνσταντίνος
- constantine i => Κωνσταντίνος Α'
Definitions and Meaning of constancy in English
constancy (n)
the quality of being enduring and free from change or variation
(psychology) the tendency for perceived objects to give rise to very similar perceptual experiences in spite of wide variations in the conditions of observation
faithfulness and dependability in personal attachments (especially sexual fidelity)
FAQs About the word constancy
σταθερότητα
the quality of being enduring and free from change or variation, (psychology) the tendency for perceived objects to give rise to very similar perceptual experie
συνοχή,Ευστάθεια,αμεταβλητότητα,Σταθερότητα,Αμεταβλητότητα,μεταβλητότητα,σταθερότητα,αμεταβλητότητα,ομοιομορφία,αντοχή
ιδιοτροπία,μεταβλητότητα,Μεταβλητότητα,μεταβλητότητα,ασυνέπεια,αστάθεια,Μεταβλητότητα,Απρόβλεπτοτητα,αστάθεια,μεταβλητότητα
constance => σταθερότητα, constabulary => αστυνομία, constable => αστυνομικός, conspire => συνωμοσία, conspiratorial => συνωμοσιολογικός,