Greek Meaning of constancy

σταθερότητα

Other Greek words related to σταθερότητα

Definitions and Meaning of constancy in English

Wordnet

constancy (n)

the quality of being enduring and free from change or variation

(psychology) the tendency for perceived objects to give rise to very similar perceptual experiences in spite of wide variations in the conditions of observation

faithfulness and dependability in personal attachments (especially sexual fidelity)

FAQs About the word constancy

σταθερότητα

the quality of being enduring and free from change or variation, (psychology) the tendency for perceived objects to give rise to very similar perceptual experie

συνοχή,Ευστάθεια,αμεταβλητότητα,Σταθερότητα,Αμεταβλητότητα,μεταβλητότητα,σταθερότητα,αμεταβλητότητα,ομοιομορφία,αντοχή

ιδιοτροπία,μεταβλητότητα,Μεταβλητότητα,μεταβλητότητα,ασυνέπεια,αστάθεια,Μεταβλητότητα,Απρόβλεπτοτητα,αστάθεια,μεταβλητότητα

constance => σταθερότητα, constabulary => αστυνομία, constable => αστυνομικός, conspire => συνωμοσία, conspiratorial => συνωμοσιολογικός,