Greek Meaning of volatility

Μεταβλητότητα

Other Greek words related to Μεταβλητότητα

Definitions and Meaning of volatility in English

Wordnet

volatility (n)

the property of changing readily from a solid or liquid to a vapor

the trait of being unpredictably irresolute

being easily excited

Webster

volatility (n.)

Quality or state of being volatile; disposition to evaporate; changeableness; fickleness.

FAQs About the word volatility

Μεταβλητότητα

the property of changing readily from a solid or liquid to a vapor, the trait of being unpredictably irresolute, being easily excitedQuality or state of being v

αυθαιρεσία,Εκκεντρικότητα,μεταβλητότητα,απολέπιση,Ανωμαλία,Απρόβλεπτοτητα,μεταβλητότητα,Διακύμανση,μεταβλητότητα,ευελιξία

Στερεότητα,Ακαμψία,πρακτικότητα,λογικότητα,λογικότητα,Ευστάθεια,σταθερότητα,ταχύτητα,Σταθερότητα,Ακινησία

volatilised => Ατμοποιήθηκε, volatilise => Εξατμίζομαι, volatilisable => πτητικό, volatileness => Διακύμανση, volatile storage => Εύφθαρτη αποθήκευση,