Greek Meaning of changelessness
αμεταβλητότητα
Other Greek words related to αμεταβλητότητα
Nearest Words of changelessness
Definitions and Meaning of changelessness in English
changelessness (n)
the property of remaining unchanged
the quality of being unchangeable; having a marked tendency to remain unchanged
FAQs About the word changelessness
αμεταβλητότητα
the property of remaining unchanged, the quality of being unchangeable; having a marked tendency to remain unchanged
συνοχή,Ευστάθεια,σταθερότητα,Σταθερότητα,Αμεταβλητότητα,μεταβλητότητα,σταθερότητα,αμεταβλητότητα,αντοχή,αμεταβλητότητα
ιδιοτροπία,μεταβλητότητα,Μεταβλητότητα,μεταβλητότητα,ασυνέπεια,αστάθεια,Μεταβλητότητα,Απρόβλεπτοτητα,αστάθεια,μεταβλητότητα
changeless => αμετάβλητος, changefulness => μεταβλητότητα, changeful => μεταβλητός, changed => αλλαγμένος, changeably => μεταβλητά,