Greek Meaning of fickleness

μεταβλητότητα

Other Greek words related to μεταβλητότητα

Definitions and Meaning of fickleness in English

Wordnet

fickleness (n)

unfaithfulness by virtue of being unreliable or treacherous

Webster

fickleness (n.)

The quality of being fickle; instability; inconsonancy.

FAQs About the word fickleness

μεταβλητότητα

unfaithfulness by virtue of being unreliable or treacherousThe quality of being fickle; instability; inconsonancy.

αυθαιρεσία,μεταβλητότητα,Εκκεντρικότητα,απολέπιση,αστασιμότητα,Ανωμαλία,Μεταβλητότητα,ιδιοτροπία,ευελιξία,Μεταβλητότητα

Στερεότητα,Σταθερότητα,Αμεταβλητότητα,Ακαμψία,πρακτικότητα,λογικότητα,λογικότητα,αμεταβλητότητα,σταθερότητα,ταχύτητα

fickle => ευμετάβλητος, fichu => φισού, fiche => φις, fice => σύκο, fica => Σύκο,