Greek Meaning of impulsiveness
Αφέλεια
Other Greek words related to Αφέλεια
Nearest Words of impulsiveness
Definitions and Meaning of impulsiveness in English
impulsiveness (n)
the trait of acting suddenly on impulse without reflection
impulsiveness (n.)
The quality of being impulsive.
FAQs About the word impulsiveness
Αφέλεια
the trait of acting suddenly on impulse without reflectionThe quality of being impulsive.
ιδιοτροπία,Εκκεντρικότητα,ιδιαιτερότητα,Απρόβλεπτοτητα,ιδιόρρυθμος,αυθαιρεσία,αυθαιρεσία,ιδιοτροπία,μεταβλητότητα,απολέπιση
Στερεότητα,Ακαμψία,ψυχραιμία,πρακτικότητα,λογικότητα,λογικότητα,σταθερότητα,ταχύτητα,Σταθερότητα,Ακινησία
impulsively => παρορμητικά, impulsive => παρορμητικός, impulsion => ώθηση, impulse-buy => Αγορά παρορμησίας, impulse turbine => Στρόβιλος ώθησης,