FAQs About the word impunity

ατιμωρησία

exemption from punishment or lossExemption or freedom from punishment, harm, or loss.

απαλλαγή,Ανοσία,Προστασία,συγχώρεση,άμυνα,συγχώρεση,ασφάλεια,Ασφάλεια,ασπίδα,Αιγίδα

έκθεση,Ευθύνη,ανοιχτότητα,ευαισθησία,Ευαλωτότητα

impunibly => ατιμώρητα, impune => ατιμώρητα, impunctuality => ανακρίβεια, impunctual => αναξιόπιστος, impunctate => χωρίς τελεία,