Greek Meaning of impulsion
ώθηση
Other Greek words related to ώθηση
- Ανάγκη
- Λαχτάρα
- επιθυμία
- ώθηση
- πόθος
- δίψα
- παρόρμηση
- πόθος
- ζήλος
- όρεξη
- όρεξη
- οδήγηση
- προθυμία
- δίψα
- πείνα
- ανυπομονησία
- Φαγούρα
- συμπάθεια
- αγάπη
- ανάγκη
- ανάγκη
- πάθος
- πόθος
- απαίτηση
- γεύση
- δίψα
- αδυναμία
- θα
- πόθος
- γεν
- κτητικότητα
- Φιλαργυρία
- Επιθυμία
- απληστία
- πλεονεξία
- φιλαργυρία
- Απληστία
- Φιλαργυρία
- Τζόουνς
- άσεμνο βλέμμα
- μανία
- εμμονή
- αρπακτικότητα
- αρπακτικότητα
- θέλω
Nearest Words of impulsion
Definitions and Meaning of impulsion in English
impulsion (n)
a force that moves something along
the act of applying force suddenly
impulsion (n.)
The act of impelling or driving onward, or the state of being impelled; the sudden or momentary agency of a body in motion on another body; also, the impelling force, or impulse.
Influence acting unexpectedly or temporarily on the mind; sudden motive or influence; impulse.
FAQs About the word impulsion
ώθηση
a force that moves something along, the act of applying force suddenlyThe act of impelling or driving onward, or the state of being impelled; the sudden or mome
Ανάγκη,Λαχτάρα,επιθυμία,ώθηση,πόθος,δίψα,παρόρμηση,πόθος,ζήλος,όρεξη
Αποστροφή,Αλλεργία,απέχθεια,αηδία,απροθυμία,Αντιπάθεια,Αηδία,αηδία,Ναυτία,απέχθεια
impulse-buy => Αγορά παρορμησίας, impulse turbine => Στρόβιλος ώθησης, impulse explosive => εκρηκτικό ώθησης, impulse => ώθηση, impuissant => ανίκανος,