Greek Meaning of allergy
Αλλεργία
Other Greek words related to Αλλεργία
Nearest Words of allergy
Definitions and Meaning of allergy in English
allergy (n)
hypersensitivity reaction to a particular allergen; symptoms can vary greatly in intensity
FAQs About the word allergy
Αλλεργία
hypersensitivity reaction to a particular allergen; symptoms can vary greatly in intensity
Αντιπάθεια,αποστροφή,Αηδία,αποστροφή,απέχθεια,αποδοκιμασία,αηδία,απροθυμία,αποστροφή,Ναυτία
όρεξη,συνημμένο αρχείο,χάρη,στοργή,σαν,συμπάθεια,αγάπη,μεροληψία,προτίμηση,λιχουδιά
allergology => Αλλεργιολογία, allergist => Αλλεργιολόγος, allergic rhinitis => Αλλεργική ρινίτιδα, allergic reaction => Αλλεργική αντίδραση, allergic eczema => αλλεργικό έκζεμα,